συμμορφώνω

συμμορφώνω
συμμορφῶ, -όω, ΝΑ [σύμμορφος]
νεοελλ.
1. καθιστώ κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο («πρέπει να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου»)
2. μτφ. κάνω κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το ξύλο δεν πρόκειται να συμμορφώσεις το παιδί σου»)
3. μέσ. συμμορφώνομαι
α) ρυθμίζω τη διαγωγή ή τη συμπεριφορά μου σύμφωνα με κάτι, προσαρμόζομαι («ξέρει να συμμορφώνεται στις διαταγές που κάθε φορά τού δίνονται»)
β) τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι («μετά το βάψιμο συμμορφώθηκε κάπως το σπίτι»)
γ) γίνομαι πιο ωραίος, πιο κομψός («αδυνάτισε και συμμορφώθηκε»)
δ) γίνομαι φρόνιμος, υπάκουος, συνετίζομαι («ὅ, τι και να τού πω, δεν συμμορφώνεται»)
αρχ.
1. καθιστώ κάτι όμοιο ως προς τη μορφή με κάτι άλλο
2. (κυρίως το μέσ.) συμμορφοῡμαι, -όομαι
παίρνω την ίδια με άλλον μορφή, γίνομαι σύμμορφος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμμορφώνω — συμμορφώνω, συμμόρφωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμμορφώνω — συμμόρφωσα, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος 1. κάνω κάποιον σύμφωνο με κάτι, τον εναρμονίζω με κάτι: Δε συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. 2. σωφρονίζω, κάνω κάποιον ευπειθή: Μόνο με το ξύλο θα τον συμμορφώσεις. 3. τακτοποιώ, ευπρεπίζω: Προσπάθησε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυμμόρφωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συμμορφωθεί, ο αδιόρθωτος 2. (για χώρο, κατάστημα κ.λπ.) που δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμμορφώνω. Η λ. ασυμμόρφωτοι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις …   Dictionary of Greek

  • προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • συμμορφωτής — ο, θηλ. συμμορφώτρια Ν [συμμορφώνω] αυτός που συμμορφώνει κάποιον, που τόν κάνει συνετό, φρόνιμο …   Dictionary of Greek

  • συμμορφωτικός — ή, ό, Ν [συμμορφώνω] αυτός που συντελεί στη συμμόρφωση («συμμορφωτική τακτική») …   Dictionary of Greek

  • συμμόρφωση — η /συμμόρφωσις, ώσεως, ΝΜ [συμμορφῶ / ώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμμορφώνω ή τού συμμορφώνομαι, το να γίνεται κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο 2. συνέτιση, σωφρονισμός 3. υπακοή, πειθαρχία («συμμόρφωση στους νόμους τού …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • εξατομικεύω — εξατομίκευσα, εξατομικεύτηκα, εξατομικευμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ατομικό, το συμμορφώνω προς τις ιδιότητες κάποιου ατόμου. 2. (νομ.), φρ., «εξατομικεύω ποινή», καθορίζω και επιβάλλω ποινή όχι μόνο ανάλογα με το έγκλημα καθαυτό, αλλά και ανάλογα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”